- είμα
- εἷμα, το (Α)1. ένδυμα, ιμάτιο2. στρωσίδι, σκέπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ-μα, με σίγηση τού -σ- και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ- απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. vas-man- «ένδυμα» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ειμων.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αβροείμων, ανείμων, δνοφοείμων, δροσοείμων, δυσείμων, ευείμων, κακοείμων, κροκοείμων, λαμπρείμων, λαμπροείμων, λευκοείμων, μεγαλοείμων, μελανείμων, μελανοείμων, μελανονεκυοείμων, μονοείμων, ποικιλείμων, πολυείμων, πτεροείμων, φαιδροείμων, φοινικοείμων, χρυσοείμων].
Dictionary of Greek. 2013.